Ινστ. Δημοκρατίας Κων/νος Καραμανλής: Η σημασία των αμερικανικών εκλογών για τις ΗΠΑ, την Ευρώπη και τον κόσμο

Στην «καρδιά» της προεκλογικής περιόδου στις ΗΠΑ, μία ημέρα πριν το δεύτερο debate Τραμπ και Μπάιντεν, το Ινστιτούτο Δημοκρατίας Κωνσταντίνος Καραμανλής διοργάνωσε διαδικτυακή συζήτηση, ανιχνεύοντας τη «σημασία των αμερικανικών εκλογών για τις ΗΠΑ, την Ευρώπη και τον κόσμο».

Την εκδήλωση άνοιξε ο διευθυντής του Επιστημονικού Συμβουλίου του Ινστιτούτου, Πάνος Σταθόπουλος, που έκανε μια ενδελεχή παρουσίαση των δημοσκοπήσεων από τον περασμένο Μάιο ακόμη, μέσα από την πορεία των οποίων καταδεικνύεται το άνοιγμα της ψαλίδας υπέρ του Τζο Μπάιντεν. Και, παρότι θεωρητικώς όλα μπορούν να συμβούν στις εναπομείνασες δύο εβδομάδες, από την άλλη ο Π. Σταθόπουλος εστίασε σε ορισμένα στοιχεία: Πρώτον, οι αναποφάσιστοι έχουν μειωθεί στο 4%, από πουθενά όμως δεν προκύπτει ότι θα μπορούσαν να μετακινηθούν μαζικά υπέρ του ενός ή του άλλου υποψηφίου. Θα μοιραστούν, εκτίμησε ο διευθυντής του Επιστημονικού Συμβουλίου του Ινστιτούτου, αλλά είναι ένα ελάχιστα πιο κοντά στον Μπάιντεν. Βεβαίως, υπάρχει πάντα η περίπτωση της έκπληξης, κάτι που θα συμβεί στην περίπτωση που οι δημοσκοπήσεις δεν έχουν «διαβάσει» σωστά το εκλογικό σώμα, ανέφερε επίσης ενώ προέβλεψε ότι θα υπάρξει μεγάλο θέμα αν ο Τζ. Μπάιντεν με ποσοστό άνω του 51%, δεν καταφέρει να πάρει την πλειοψηφία στους εκλέκτορες.

Στη δική της παρέμβαση η δημοσιογράφος Κατερίνα Σώκου («Καθημερινή», «Σκάι») ανέδειξε τις ιδιαιτερότητες της παρούσας αναμέτρησης: εν μέσω κορονοϊού (υπάρχει πάντα το απροσδόκητο, σημείωσε), τα «απόνερα» των φυλετικών ταραχών -ο Λ. Οίκος παραμένει αποκλεισμένος χώρος, επεσήμανε- και την ίδια στιγμή το μεγάλο ενδιαφέρον των ψηφοφόρων να ασκήσουν το εκλογικό τους δικαίωμα (ήδη 32 εκατ. Αμερικανοί πολίτες έχουν ασκήσει το δικαίωμά τους είτε μέσω επιστολικής ψήφου είτε σε εκλογικά τμήματα που από τώρα υπάρχουν). Η ψαλίδα έχει κλείσει κατά τι, ανέφερε η δημοσιογράφος ενώ εκτίμησε πως είναι πολύ μικρή η πιθανότητα να επηρεαστούν οι ψηφοφόροι από το debate. Όμως, σημείωσε με έμφαση, σε αυτήν την εκλογική αναμέτρηση ελάχιστα έχουν συζητηθεί τα θέματα εξωτερικής πολιτικής.

Συνεχίζοντας με τις ιδιαιτερότητες αυτής της αναμέτρησης, ο Κωνσταντίνος Αρβανιτόπουλος, πρώην υπουργός και τώρα καθηγητής της Σχολής Διεθνών Σχέσεων Fletcher του Πανεπιστημίου Tufts της Βοστώνης, υπογράμμισε ότι πρώτη φορά παρατηρείται τέτοια πόλωση σε αμερικανικές εκλογές. Τα «στρατόπεδα» χωρισμένα, αστικά κέντρα υπέρ Μπάιντεν, αγροτικές και εργατικές περιοχές υπέρ Τραμπ, και αυτό που έχει μείνει προς διεκδίκηση, είναι η ψήφος των κατοίκων των προαστίων, και δη των γυναικών σε αυτά. Ο νυν Πρόεδρος τώρα είναι αντιμέτωπος με μια μεγαλύτερη διαφορά από εκείνη που τον χώριζε από την Χ. Κλίντον, όμως ο Τζ. Μπάιντεν έχει επιλέξει να μην φάει γκολ, δεν πολυεμφανίζεται, δεν θέλει να κάνει το λάθος, αφήνει τον αντίπαλό του να εκτίθεται.

Σύμφωνα με τον Κ. Αρβανιτόπουλο, ο Πρόεδρος Τραμπ ακολουθεί «αλλοπρόσαλλη τακτική», έχει «παραληρηματικό λόγο», έφθασε μέχρι του σημείου να επιτεθεί στον δόκτορα Φάουτσι, που απολαμβάνει αποδοχή 86% σε ό,τι αφορά την πιστότητα των λόγων του. Εξάλλου ο Τζ. Μπάιντεν είναι εκείνος που μπορεί να αντιμετωπίσει την τριπλή αμερικανική κρίση (οικονομία, πανδημία, εσωτερικός διχασμός), ανέφερε ο πρ. υπουργός υπογραμμίζοντας συγχρόνως βαθιά δομικά προβλήματα, όπως είναι οι μεγάλες ανισότητες. Οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές του Ντ. Ρέηγκαν και η 4η Βιομηχανική Επανάσταση εκτόξευσαν τις ανισότητες, σημείωσε χαρακτηριστικά -και αυτά είναι ζητήματα που δεν αντιμετωπίζονται στο πλαίσιο μιας τετραετίας, επέμεινε.

Τον Κ. Αρβανιτόπουλο διαδέχθηκε στο διαδικτυακό «βήμα» ο Δημήτρης Καιρίδης, βουλευτής της ΝΔ και καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, ο οποίος ξεκίνησε από την αρχή της Προεδρικής θητείας του Ντ. Τραμπ. Ήταν Πρόεδρος της μειοψηφίας και δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ να γίνει Πρόεδρος της πλειοψηφίας. Δεν ήθελε να κάνει διεύρυνση προς το Κέντρο, αντιθέτως αυτό που έκανε με μεγάλη επιτυχία, ήταν να «μπετονάρει» την εκλογική του βάση που όμως ήταν μεταξύ του 40% και 42%, πότε πάνω από το 46%. Λευκοί, χαμηλότερου μορφωτικού επιπέδου, που ζουν μακριά από τα αστικά κέντρα, ήταν κυρίως οι ψηφοφόροι του.

Στις αρχές του έτους έδειχνε να έχει ισχυρές πιθανότητες επανεκλογής, αφενός λόγω της πορείας της οικονομίας αφετέρου λόγω του «εμφυλίου» στο κόμμα των Δημοκρατικών. Αίφνης όμως, συνέχισε ο βουλευτής της ΝΔ, στο μεν Δημοκρατικό Κόμμα συσπειρώθηκαν γύρω από το πρόσωπο του Τζ. Μπάιντεν, ενώ προέκυψε και ο κορονοϊός, θέμα που, όπως εκτίμησε, οδηγεί τον Ντ. Τραμπ στην ήττα. Εν αντιθέσει με το πώς η διαχείριση της πανδημίας ενίσχυσε ηγέτες όπως η Α. Μέρκελ, «για να μην μιλήσω για τα δικά μας», συμπλήρωσε. Αν συμβεί η ανατροπή, θα είναι η μεγαλύτερη που έχει γίνει ποτέ, ανέφερε διευκρινίζοντας πως μιλά μόνο για το Κολέγιο των Εκλεκτόρων, κι όχι για τη λαϊκή ψήφο που αυτή έχει κριθεί, όπως είπε. Ενώ, παράλληλα, ο Δ. Καιρίδης περιέγραψε τον υποψήφιο των Δημοκρατικών ως έναν καλό γνώστη της πολιτικής -είναι από το 1972 στην πολιτική σκηνή-, συμπαθή, που δεν προκαλεί αντισυσπειρώσεις κι έτσι αυτός «ο μετριοπαθής Κεντρώος πολιτικός μπορεί να αποδειχθεί ο πιο ριζοσπάστης Πρόεδρος της Αμερικής από εποχής Λίντον Τζόνσον», όχι μόνο στο εσωτερικό αλλά και στα εξωτερικά.

Ένα άλλο πρόβλημα που έχει αντιμετωπίσει ο Πρόεδρος Τραμπ ανέδειξε ο Χαράλαμπος Παπασωτηρίου, διευθυντής του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων και καθηγητής του Πάντειου Πανεπιστημίου επίσης. Ο νυν Πρόεδρος μπορεί να «κλείδωσε» την εκλογική του βάση, πλην όμως έχασε στην ελίτ, έχασε διανοούμενους, στρατηγούς, πρώην υπουργούς κ.α. στους οποίους παραδοσιακά το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα είχε προπύργια. Ενώ για τον Τζ. Μπάιντεν παρατήρησε πως ακόμη κι αυτές οι… γκάφες που κάνει, μπορεί να γίνονται επίτηδες, με σκοπό να τον καταστήσουν περισσότερο συμπαθή στους πολίτες.

Το «αποτύπωμα» των αμερικανικών εκλογών στα ελληνοτουρκικά

Σε αυτό το δεύτερο γύρο συζήτησης, για τις επιπτώσεις που θα έχει στη «γειτονιά» μας η εκλογή του ενός ή του άλλου υποψηφίου, η Κ. Σώκου σημείωσε πως οι Δημοκρατικοί υποστηρίζουν ότι φέρνουν μαζί τους αξίες τόσο στο εσωτερικό μέτωπο όσο όμως και στην εξωτερική πολιτική: για αυτό το τελευταίο ειδικότερα δηλώνουν πως οι αξίες τους αντιπαραβάλλονται με το “America First”, με επιστροφή στην πολυμερή διπλωματία, συμφωνία στην ατζέντα της κλιματικής αλλαγής κ.α. Έχει προκληθεί ζημιά στις ευρωαμερικανικές σχέσεις, αναγνώρισε με την ταυτόχρονη επισήμανση ότι η εμβάθυνση στις τρέχουσες ελληνοαμερικανικές σχέσεις είναι η εξαίρεση κι όχι ο κανόνας.

Ειδικότερα για τον Τζ. Μπάιντεν θύμισε πως έχει πει ότι θα ακολουθήσει την ίδια πολιτική έναντι της Ελλάδας, θα καταδικάσει όμως τις πολιτικές της Τουρκίας που έρχονται σε σύγκρουση με το ΝΑΤΟ. Δεν έχει πει τη λέξη «κυρώσεις», αφήνει όμως να εννοείται, επεσήμανε η Κ. Σώκου. Ενώ για τη στάση του State Department είπε πως αναγνωρίζει ότι ο… ταραξίας είναι η Τουρκία, και έχει γίνει περισσότερο επιθετικό στις εκφράσεις του. Εξάλλου, η κρισιμότερη περίοδος είναι αυτή ως τις εκλογές αλλά και μετά ως την ορκωμοσία του νέου Προέδρου (σε περίπτωση επικράτησης του Μπάιντεν), πολλώ μάλλον αν υπάρχουν και δικαστικές προσφυγές. Ο Τζ. Μπάιντεν, ως Πρόεδρος, θα προτάξει τα ανθρώπινα δικαιώματα και αξίες, που, αργά ή γρήγορα, θα τον φέρουν σε σύγκρουση με την Τουρκία, εκτίμησε κλείνοντας η ανταποκρίτρια της «Καθημερινής» και του «Σκάι».

Εισαγωγικά σε αυτό το δεύτερο κύκλο συζήτησης, ο Κ. Αρβανιτόπουλος παρατήρησε πως οι ελληνοαμερικανικές σχέσεις βρίσκονται στο καλύτερο επίπεδό τους εδώ και δεκαετίες, γεγονός που οφείλεται κυρίως στο ότι ΗΠΑ και Δύση εν γένει αντιλαμβάνονται ότι η Τουρκία είναι αναξιόπιστος σύμμαχος, που προβάλλει ηγεμονικές, αναθεωρητικές αξιώσεις. Αυτό δεν σημαίνει, διευκρίνισε, άμεσο αναπροσανατολισμό της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής έναντι της Τουρκίας, αλλά πάντως η Ελλάδα αποκτά σημαίνουσα αξία. Σε κάθε περίπτωση, με αλλαγή ενοίκου στο Λευκό Οίκο, αφαιρείται ένα προπύργιο για τον Ρ. Τ. Ερντογάν. Ταυτοχρόνως ο πρ. υπουργός συμφώνησε και αυτός με τη διαπίστωση ότι το επόμενο μεσοδιάστημα μπορεί να αποδειχθεί κρίσιμο, επίσης παράθυρο ευκαιρίας για την Τουρκία, η οποία είχε εκμεταλλευθεί, όπως θύμισε, και το Watergate.

Ο Δ. Καιρίδης, αφού είπε ευθέως πως είναι κατά του Ντ. Τραμπ, επιχειρηματολόγησε για την επιλογή του αυτή λέγοντας πως όσοι πιστεύουν στη διεθνή συνεργασία θεωρούν ότι η ήττα του απομονωτισμού, εθνοκεντρισμού και εθνικισμού είναι προϋπόθεση για την επίλυση των θεμάτων. Είναι, άλλωστε, θέμα ιδεολογίας, εξήγησε: για τους φιλελεύθερους, ο Τραμπ είναι μια καταστροφή, έδωσε, μάλιστα, «αέρα» σε ένα σκληρό εθνολαϊκισμό και στην Ευρώπη, φέρνοντας τα παραδείγματα της Μ. Βρετανίας, της Πολωνίας, της Ουγγαρίας, και είναι γνωστός ο θαυμασμός που επιδεικνύει στους αυταρχικού ηγέτες του κόσμου. Στον αντίποδα, ο Μπάιντεν θέλει να φτιάξει μια Ένωση Δημοκρατιών, που, παρότι δεν είναι ακόμη σαφές τι εννοεί, ως όραμα συνάδει με αυτό που και η Νέα Δημοκρατία θέλει. Ο Ερντογάν θα έχει πρόβλημα, όχι η Ελλάδα, τόνισε εξάλλου.

Και, εν κατακλείδι, μια Αμερική που γύρισε σπίτι της, δεν ισοδυναμεί με έναν καλύτερο, σταθερότερο και ειρηνικότερο κόσμο, αντιθέτως η εκλογή Μπάιντεν θα συμβάλει στην επανασταθεροποίηση ενός ταραγμένου κόσμου, δήλωσε ο βουλευτής του κυβερνώντος κόμματος.

Κλείνοντας την εκδήλωση ο Χ. Παπασωτηρίου χαρακτήρισε κρίσιμες τις επικείμενες εκλογές γιατί, όπως επιχειρηματολόγησε, οι ΗΠΑ πρέπει να ξεπεράσουν τη «σκοτεινή» πλευρά τους και να συνεχίσουν τη φιλελεύθερη πορεία τους. Και στην εξωτερική πολιτική, ο Ντ. Τραμπ δεν κατάλαβε ότι οι ΗΠΑ έχουν τεράστιες συμμαχίες στη Δύση, αν αυτές δε, οι συμμαχίες διαλυθούν, θα υπάρξει αστάθεια στο διεθνές στερέωμα.

ViaDiplomacy Newsroom