Τα Φώκλαντ δείχνουν το δρόμο για την ΑΟΖ στο Καστελόριζο

Εισαγωγή

Μια πολιτική για μια κατά κράτος επικράτηση των ελληνικών εθνικών συμφερόντων, με σημείο «κλειδί» το Καστελόριζο, έναντι των προκλητικών τουρκικών διεκδικήσεων στο Αιγαίο επιβάλλει η κρίση Αργεντινής – Βρετανίας για τα αμφισβητούμενα νησιά Φώκλαντ. Κοινός παρανομαστής των δύο περιπτώσεων θεωρείται η Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (ΑΟΖ) που δίνει αποκλειστικά δικαιώματα εκμετάλλευσης ενεργειακών αποθεμάτων, ναυτιλίας και αλιείας στη χώρα που ανήκουν τα νησιά.

Η κυβέρνηση της Αθήνας έχει μια μοναδική ευκαιρία, με αφορμή τις θέσεις της Βρετανίας για τα Φώκλαντ και τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας (UNCLOS) του 1982, να ασκήσει μια αποτελεσματική εξωτερική πολιτική και να προχωρήσει στη δημιουργία μιας ΑΟΖ του Καστελόριζου, φέρνοντας την Άγκυρα προ τετελεσμένου γεγονότος και αναγκάζοντας τα κράτη- μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) να στηρίξουν τις ελληνικές θέσεις. Η Βρετανία, κράτος- μέλος της ΕΕ, έχει καταστήσει σαφές ότι δεν θα κάνει καμία υποχώρηση πάνω στην κυριαρχία των Φώκλαντ, διότι διακυβεύονται τεράστια γεωπολιτικά συμφέροντα που αφορούν τα ενεργειακά αποθέματα τους, αλλά και διότι, έχοντας δικαίωμα πάνω στα ύδατα που περικυκλώνουν τα νησιά, μπορεί να αξιώσει μεγαλύτερη εδαφική κυριαρχία στην Ανταρκτική, μια ήπειρο που διαθέτει τεράστιο ορυκτό πλούτο.

To γεγονός ότι, αφού η ΕΕ έχει αποδεχτεί την ΑΟΖ και όπου βάση της προαναφερθείσης Σύμβασης UNCLOS, πολλά παράκτια κράτη-μέλη της έχουν υιοθετήσει ΑΟΖ των 200 ν.μ. αυτή η κατάσταση πραγμάτων είναι ιδανική για τη δημιουργία μιας ΑΟΖ περιλαμβανομένου και του Καστελόριζου. Η Τουρκία, από την πλευρά της, δεν έχει υπογράψει την UNCLOS, διότι έχει μπροστά από τις ακτές της νησιά που δεν ανήκουν στη δικαιοδοσία της. Η Βρετανία, αν δεν υπερασπίσει την ελληνική ΑΟΖ, τότε θα είναι σαν να ακυρώνει τις εδαφικές της διεκδικήσεις στα Φώκλαντ. Ωστόσο η κυβέρνηση της Αθήνας επιμένει στην παραπομπή του θέματος για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας με την Τουρκία στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, αγνοώντας ηθελημένα ή μη, ότι η έννοια της υφαλοκρηπίδας έχει υπερκεραστεί από την ΑΟΖ.

Το ιστορικό των Φώκλαντ

Το ιστορικό των Φώκλαντ κρίνεται απαραίτητο να τεθεί για την κατανόηση της μακροχρόνιας διένεξης Αργεντινής – Βρετανίας και της διασύνδεσης με το πρόβλημα του Αιγαίου. Τα απομονωμένα και αραιοκατοικημένα Φώκλαντ -1.800 χλμ. από το Μπουένος Άιρες και 12.000 χλμ. από το Λονδίνο- που αποτελούν βρετανικό έδαφος μέσα στο νοτιο-δυτικό Ατλαντικό Ωκεανό, παραμένουν αντικείμενο αντιπαλότητας μεταξύ των δύο κρατών με αποκορύφωμα το σύντομο πόλεμο του 1982. Η Αργεντινή διακηρύσσει ότι έχει κυριαρχικό δικαίωμα πάνω στα νησιά, που τα αποκαλεί Μαλβίνας, διότι τα κληρονόμησε από το Ισπανικό Στέμμα στις αρχές του 1800. Οι εδαφικές αξιώσεις της είναι ειρηνικές και βασίζονται στη γειτνίαση των νήσων με την ενδοχώρα της Νότιας Αμερικής.

Η Βρετανία, από την πλευρά της, στηρίζεται στη μακρά διακυβέρνηση των Φώκλαντ και στην αρχή της αυτοδιάθεσης των κατοίκων τους, οι οποίοι είναι στην πλειοψηφία τους βρετανικής καταγωγής. Τα αμφισβητούμενο έδαφος αποτελείται από δυο κύρια νησιά, τα Ανατολικά Φώκλαντ και τα Δυτικά Φώκλαντ, και από εκατοντάδες μικρότερα νησιά και νησίδες. Τα νησιά λέγεται ότι ανακαλύφθηκαν στα 1500. Ένας άγγλος καπετάνιος τα κατέγραψε πρώτος το 1690 και μεταγενέστερα η Βρετανία, η Γαλλία και η Ισπανία έστησαν αποικίες. Το 1882 η Αργεντινή αξίωσε την κυριαρχία των Φώκλαντ και έστειλε αποίκους και η Βρετανία, με τη σειρά της, απαίτησε εδαφική κυριαρχία το 1833 και απέλασε τους αργεντινούς αποίκους. Οι βρετανοί που εγκαταστάθηκαν συνέθεσαν και τον πρώτο μόνιμο πληθυσμό του νησιού.

Η Αργεντινή συνέχισε να πιέζει για τα Φώκλαντ και οι ενέργειές της εντατικοποιήθηκαν μέσα στη δεκαετία του ΄60. Τα Ηνωμένα Έθνη το 1965 χαρακτήρισαν το διεκδικούμενο έδαφος «αποικιακό πρόβλημα» και κάλεσε τις δύο χώρες να διαπραγματευτούν για μια λύση. Οι συνομιλίες συνεχίζονταν και διακόπτονταν για περισσότερα από δεκαεφτά χρόνια και την 2 Απριλίου 1982 η Αργεντινή έστειλε στρατεύματα στα Φώκλαντ, όπου απωθήθηκαν από τις βρετανικές στρατιωτικές δυνάμεις. Το Λονδίνο και το Μπουένος Άιρες αποκατέστησαν τις διπλωματικές τους σχέσεις το 1990 με τα Φώκλαντ να συνεχίσουν να παραμένουν σημείο αντιπαράθεσης.

Η νέα κρίση

Η ένταση ήρθε πάλι στο προσκήνιο το Μάιο του 2009, όταν η Βρετανία απέρριψε αίτημα της Αργεντινής για διαβουλεύσεις για τη μελλοντική κυριαρχία των Φώκλαντ. Η νέα κρίση εκδηλώθηκε το Φεβρουάριο, όταν μια βρετανική εταιρία έστειλε ερευνητικό πλοίο για εξερευνήσεις για πετρέλαιο γύρω από τα Φώκλαντ. Προηγουμένως η Πρόεδρος της Αργεντινής Κριστίνα Φερναντέζ υπέγραψε διάταγμα απαιτώντας από όλα τα πλοία που έπλεαν προς τα Φώκλαντ/Μαλβίνας, τη Νότια Γεωργία και τις Νότιους Νήσους Σάντουιτς ή που διέρχονται από τα χωρικά ύδατα της Αργεντινής να αιτούνται άδεια πριν αναχωρήσουν. Μετά τον αιματηρό πόλεμο του 1982 και την ήττα της Αργεντινής από τη Βρετανία, οι πολίτες της λατινοαμερικάνικης χώρας είναι πολύ ευαισθητοποιημένοι πάνω στο ζήτημα των Φώκλαντ. Η Πρόεδρος δικαιολόγησε το διάταγμα, δηλώνοντας ότι αιτία ήταν η συστηματική άρνηση της Βρετανίας να ενεργήσει βάση των αποφάσεων των Ηνωμένων Εθνών για να επαναληφθούν οι διαβουλεύσεις για την κυριαρχία των νησιών.

Η αντίδραση της Βρετανίας ήταν άμεση και ο πρωθυπουργός της Γκόρντον Μπράουν δήλωσε ότι «έχουμε κάνει όλες τις απαραίτητες προετοιμασίες για να διασφαλίσουμε ότι οι κάτοικοι των Φώκλαντ θα προστατευτούν κατάλληλα». Παράλληλα ο Μπράουν επισήμανε ότι οι βρετανικές πετρελαϊκές εταιρίες ήταν «απόλυτα εντός των δικαιωμάτων τους». Το Λονδίνο επιμένει ότι τα Φώκλαντ έχουν το «νόμιμο δικαίωμα» να αναπτύξουν τη δική τους βιομηχανία πετρελαίου. Ο μόνιμος εκπρόσωπος της Βρετανίας στα Ηνωμένα Έθνη Σερ Μαρκ Λιαλαλ Γκράντ δήλωσε ότι η χώρα του δεν «έχει αμφιβολία» για την κυριαρχία της πάνω στα Φώκλαντ. Τα νησιά έχουν σημαντικότατα γεωοικονομικά συμφέροντα για τη Βρετανία που επιθυμεί να διαχειριστεί τα τεράστια αποθέματα πετρελαίου και φυσικού αερίου καθώς και να χρησιμοποιήσει την ΑΟΖ τους για να αξιώσει κυριαρχικά δικαιώματα πάνω σε μια τεράστια περιοχή της Ανταρκτικής.

To Βρετανικό έδαφος της Ανταρκτικής αποτελείται από το τμήμα της συγκεκριμένης ηπείρου που βρίσκεται νότια του γεωγραφικού πλάτους 60ο S και μεταξύ των γεωγραφικών μηκών 20ο και 80ο W, περιλαμβάνοντας την Ανταρκτική με όλα τα παρακείμενα νησιά, το Nότιο Όρκνει, τις Νότιους Νήσους Σεντλαντ, τη Θάλασσα Γουέντελ και τη νοητή προέκταση της ξηράς μέχρι το Νότιο Πόλο. Τις επεκτατικές προθέσεις της Βρετανίας δημοσιοποίησε το 2007 η εφημερίδα «Guardian», αναφέροντας ότι ετοιμάζεται να διεκδικήσει μια τεράστια έκταση του απομακρυσμένου βυθού της Ανταρκτικής, ενέργεια που αντιβαίνει με τις αρχές της Συνθήκης της Ανταρκτικής του 1959, που αναφέρει ρητά ότι δεν πρέπει να υποστηρίζονται νέες εδαφικές αξιώσεις. Αξίζει να επισημανθεί ότι η Βρετανία είναι συμβαλλόμενο μέρος της συγκεκριμένης Συνθήκης.

Τα τεράστια ορυκτά αποθέματα της Ανταρκτικής ίσως να μην αφήσουν αδιάφορη την Ευρωπαϊκή Ένωση, που αναζητεί απεγνωσμένα νέες πηγές ενεργείας για να μπορέσει να αποκτήσει μια ενεργειακή ασφάλεια για τα κράτη- μέλη της. Σε μια ανάλυση το «European Geostrategy» χαρακτηρίζει τα «Φώκλαντ: To κλειδί της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην Ανταρκτική» και αναφέρει τρεις κυρίους λόγους, που η κυριαρχία της Βρετανίας πάνω στα Φώκλαντ είναι ιδιαίτερα σημαντική για τον ευρωπαϊκό οργανισμό:

α. οι όποιες ενεργειακές ή άλλες φυσικές πηγές βρίσκονται στο Νότιο Ατλαντικό θα μπορούν σχεδόν να σταλούν στην Ευρωπαϊκή Ένωση περιορίζοντας την εξάρτηση της από ασταθείς ξένους προμηθευτές ενέργειας (όπως η Μέση Ανατολή). Δεδομένου ότι τα αποθέματα της Βόρειας Θάλασσας, όπου υπολογίζονται σε 50 δις βαρέλια πετρελαίου, έχουν δώσει ώθηση στην ευρωπαϊκή οικονομία για περίπου τέσσερις δεκαετίες, τα 60 δις βαρέλια που εντοπίζονται κάτω από τα Φώκλαντ θα κρατήσουν τους ευρωπαίους για αρκετό διάστημα και το γεγονός αυτό έχει ακόμα πιο μεγάλη σημασία, επειδή στο μέλλον αναμένεται να ξεσπάσουν πόλεμοι για τα ορυκτά.

β. τα Φώκλαντ από γεωστρατηγική άποψη θεωρούνται σημαντικά, διότι βρίσκονται 5 χλμ. από το Στενό της Μαλάκα και το Πέρασμα Ντρέικ, και δίνουν στη χώρα όπου ανήκουν τον απόλυτο έλεγχο του Νότιου Ατλαντικού.

γ. δεδομένου ότι περιοχές της Ανταρκτικής θα μπορούσαν να ανακαλυφθούν και να καταστούν κατοικήσιμες με την εμφάνιση και την επιτάχυνση των κλιματικών αλλαγών, αποκαλύπτοντας ενδεχομένως τεράστιο ορυκτό πλούτο, η βρετανική κυριαρχία των Φώκλαντ κάνει οποιαδήποτε μελλοντική ευρωπαϊκή εδαφική διεκδίκηση επί των τμημάτων του νότιου ημισφαίριου πιο πιθανή και νόμιμη. Επιπλέον, τα νησιά αποτελούν μια πραγματικά αρκετά μεγάλη έκταση (περίπου το μισό μέγεθος του Βελγίου) και θα μπορούν να στηρίξουν την απαραίτητη υποδομή για ενδεχόμενες ευρωπαϊκές εγκαταστάσεις εξόρυξη πόρων στην Ανταρκτική.

Φώκλαντ και Καστελόριζο

Η ένταση Μπουένος Άιρες και Βρετανίας για τα νησιά Φώκλαντ αποτελεί μια μοναδική ευκαιρία για την κυβέρνησης της Αθήνας να δημιουργήσει μια Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (ΑΟΖ) του Καστελόριζου/Μεγίστη, που εχει μεγάλη γεωστρατηγική σημασία, αφού είναι σημείο οροθέτησης μιας ΑΟΖ μεταξύ Ελλάδας, Κύπρου και Αιγύπτου, που αποκλείει την Τουρκία. Η ελληνική κυβέρνηση καλείται με βάση τα νέα δεδομένα που υφίστανται, να αλλάξει τις ισορροπίες δυνάμεων στο Αιγαίο προς όφελος της, απαιτώντας από τα κράτη – μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης να σεβαστούν το νόμιμο δικαίωμα της για ΑΟΖ και να παγιδεύσει την Τουρκία, οδηγώντας την σε αδιέξοδο και αποκαλύπτοντας τις προκλητικές και αβάσιμες εδαφικές διεκδικήσεις της.

«Με βάση τα άρθρα 55, 56, 57, της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας (UNCLOS) του 1982 που υπογράφηκε στο Montego Bay της Τζαμάικα, ως ΑΟΖ ορίζεται η πέραν και παρακείμενη της αιγιαλίτιδας ζώνης περιοχή το πλάτος της οποίας μπορεί να φτάσει τα 200 ναυτικά μίλια. Με αφετηρία τις γραμμές της βάσης μετρείται το πλάτος της αιγιαλίτιδας ζώνης, εντός της οποίας το παράκτιο κράτος ασκεί κυριαρχικά δικαιώματα σε θέματα που έχουν σχέση με την εξερεύνηση, την εκμετάλλευση, την διατήρηση και διαχείριση των φυσικών πηγών, ζώντων ή μη, των υδάτων, του βυθού και του υπεδάφους της θάλασσας, καθώς και κυριαρχικά δικαιώματα, που αναφέρονται στην εξερεύνηση και οικονομική εκμετάλλευση των ρευμάτων και των υπερκείμενων της θάλασσας ανέμων». Ωστόσο πολλές χώρες δεν περίμεναν την υπογραφή της Σύμβασης που όριζε την ΑΟΖ και έκαναν τούτο πρωτύτερα, όπως η Γαλλία το 1975. Παράλληλα, η UNCLOS, αναφέρει ρητά (άρθρο 121, παράγραφος 2) ότι όλα τα νησιά διαθέτουν ΑΟΖ και ότι η ΑΟΖ και η υφαλοκρηπίδα ενός νησιού καθορίζονται με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που καθορίζονται και για τις ηπειρωτικές περιοχές. Επιπλέον η νέα UNCLOS κατάργησε τη γεωλογική έννοια της υφαλοκρηπίδας και έτσι η Τουρκία έχει χάσει άλλο ένα πλεονέκτημα.

Σενάριο

Σε ένα υποθετικό σενάριο, αν η Κυβέρνηση της Αθήνας κάνει το μεγάλο βήμα με την ΑΟΖ του Καστελόριζου, τότε πρέπει να είναι έτοιμη για όλα, ακόμα και για ένα πολύ «θερμό» επεισόδιο με την Τουρκία, που δεν αποκλείεται να δείξει ότι πηγαίνει για πολεμική σύρραξη. Η Άγκυρα είναι σίγουρο ότι δεν θα υποχωρήσει, και τη δημιουργία της ΑΟΖ μπορεί να τη θεωρήσει ως casus belli, όπως και την επέκταση της υφαλοκρηπίδας στα 12 ν.μ. Η Ελλάδα, από την πλευρά της, πρέπει να δείξει αποφασισμένη και με νομικά επιχειρήματα, που θα απορρέουν από την UNCLOS να πείσει την Ευρωπαϊκή Ένωση αλλά και τις ΗΠΑ για την νομιμότητα των ενεργειών της. Άλλωστε η νέα ευρωπαϊκή «Κοινή Αλιευτική Πολιτική», (Κανονισμός του Συμβουλίου 170/83), αναφέρει στο άρθρο 1, παράγραφο 6. ότι «Από την 1η Ιανουαρίου 1983 και μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 1992, τα κράτη-μέλη επιτρέπεται να διατηρήσουν το καθεστώς που ορίζεται στο άρθρο 100 της πράξης προσχώρησης του 1972 και να γενικεύσουν το όριο των έξι μιλίων, το οποίο προβλέπεται στο ίδιο άρθρο, μέχρι δώδεκα ναυτικά μίλια για όλα τα ύδατα που υπάγονται στην κυριαρχία ή δικαιοδοσία τους».
Οι Βρυξέλλες θα έρθουν αντιμέτωπες με το δίλημμα να αναιρέσουν τη πολιτική «δύο μέτρα και δύο σταθμά», με την οποία δεν επιτρέπουν ΑΟΖ 200 ν.μ. στη Μεσόγειο και κάνουν μια μοναδική εξαίρεση για την Κύπρο. Η Βρετανία θα βρεθεί σε πολύ δύσκολη θέση, αν δεν στηρίξει τις ελληνικές θέσεις, τότε θα υπονομεύσει τα κυριαρχικά της δικαιώματα στα Φώκλαντ και θα παγώσει τις περαιτέρω εδαφικές αξιώσεις πάνω στην Ανταρκτική. Η Αργεντινή θα χρησιμοποιήσει τη αμφιλεγόμενη στάση της Βρετανίας για να στοιχειοθετήσει τις δικές της εδαφικές αξιώσεις πάνω στα Φώκλαντ και θα θέσει σε αμφισβήτηση την κυριαρχία των Βρετανών πάνω στα νησιά. Οι ΗΠΑ θα αναλάβουν, όπως πάντα, ένα διαιτητικό ρόλο σε ένα θερμό επεισόδιο στο Αιγαίο μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας με επίκεντρο το Καστελόριζο, αλλά δεν θα θελήσουν να διακινδυνεύσουν μια ολική σύρραξη, αν βεβαιωθούν ότι η χώρα μας δεν αστειεύεται και για πρώτη φορά διεκδικεί με σθένος ότι νόμιμα τις ανήκει. Σημειωτέον ότι το Μάρτιο του 1983, ο Αμερικανός Πρόεδρος Ρόναλντ Ρέιγκαν, υπέγραψε διακήρυξη με την οποία οι ΗΠΑ υιοθέτησαν ΑΟΖ 200 ν.μ πέρα από τις ακτές τους.
Η ΑΟΖ του Καστελόριζου που θα δημιουργηθεί θα οριοθετήσει την ΑΟΖ Ελλάδας, Κύπρου και Αιγύπτου, πλήττοντας τα συμφέροντα της Τουρκίας, αφού δεν θα έχει θαλάσσια σύνορα με την Αίγυπτο. Η θαλάσσια περιοχή μεταξύ Καστελόριζου και Κύπρου προκαλεί ιδιαίτερη ανησυχία στην Άγκυρα, επειδή φοβάται ότι οι δύο χώρες μπορεί να θέσουν την περιοχή εντός των αρμοδιοτήτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και να αναγκάσουν την Τουρκία να παρατηθεί από τα δικαιώματά της για την υφαλοκρηπίδα στην Ανατολική Μεσόγειο και τις οικονομικές ζώνες.

Το status quo του Αιγαίου

Η Ελλάδα ωστόσο εκτιμά ότι μια σωστή λύση είναι να πάει τις διαφορές της με την Τουρκία για την υφαλοκρηπίδα στο Διεθνές Δικαστήριο τη Χάγης. Έτσι η υιοθέτηση μιας ΑΟΖ δυστυχώς αποτελεί «όνειρο θερινής νυκτός» και η παραπομπή στη Χάγη οδηγεί σε μια de facto συνδιαχείριση του Αιγαίου με την Τουρκία, που σύμφωνα με τον Τύπο επιδιώκει η Ουάσινγκτον.

Η Ελλάδα έχει επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα στα έξι ναυτικά μίλια από 1936 και έτσι τα χωρικά μας ύδατα καλύπτουν 43.5 % του Αιγαίου Πέλαγους, ενώ τα τουρκικά χωρικά ύδατα μόνο 7.5%. Εάν τα χωρικά ύδατα των δύο κρατών φτάσουν στα 12 ν.μ. το 71.5 % του Αιγαίου θα ανήκει υπό ελληνική κυριαρχία και το 8.7% υπό τουρκική. Η περιοχή της ανοικτής θάλασσας θα μειωθεί από 49% σε 19.7%. Εάν οι δυο χώρες υιοθετήσουν ΑΟΖ, ο χώρος που απομένει (19.7%) θα πάει ολοκληρωτικά στη δικαιοδοσία της Ελλάδας. Έτσι εξηγείται γιατί η Τουρκία πάντα ασκεί πιέσεις στην Ελλάδα, αξιώνοντας ότι η επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων στα 12 ν.μ αποτελεί casus belli. Η Τουρκία θέλει τα ελληνικά νησιά να μην έχουν δικαιοδοσία πάνω στην υφαλοκρηπίδα τους, αφού αυτά βρίσκονται πάνω στη δική της υφαλοκρηπίδα.

Αγνοώντας την UNCLOS του 1982, η Τουρκία επιδιώκει να υιοθετήσει μια ΑΟΖ στη Μεσόγειο, όπως έχει πράξει και στη Μαύρη Θάλασσα σκοπεύοντας να αποκόψει την Ελλάδα από την Κύπρο και να υπονομεύσει την ΑΟΖ της Ευρωπαϊκής Ένωσης στη Μεσόγειο, αφού μια οριοθέτηση ΑΟΖ μεταξύ Αιγύπτου και Τουρκία περιορίζει το μέγεθος της ΑΟΖ των Βρυξελλών.

Η Άγκυρα προσπαθεί να στοιχειοθετήσει τις επεκτατικές εδαφικές της διεκδικήσεις πάνω στο Αιγαίο στα ακόλουθα σημεία: α. Στην στρατικοποίηση του Βόρειου Ανατολικού Αιγαίου και των Δωδεκανήσων, που ισχυρίζεται ότι απαγορεύεται από τις Συνθήκες της Λοζάνης και του Παρισίων, β. Στο ότι το FIR Αθηνών έχοντας στη δικαιοδοσία το ανατολικό Αιγαίο, αποτρέπει τις τουρκικές ένοπλες δυνάμεις να πραγματοποιήσουν ασκήσεις και «παιχνίδια πολέμου» μέσα στο Αιγαίο, γ. Στο ότι το 1974 έλαβε χώρα ένα ελληνικό πραξικόπημα μέσα στην Κύπρο με στόχο να την ενώσει με την Ελλάδα, παρά τη συμφωνία Αθήνας και Άγκυρας να μην επιδιώξουν εδαφικές διεκδικήσεις στην Κύπρο με βάση τις συμφωνίες Ζυρίχης και Λονδίνου του 1959.

Τα διαχρονικά λάθη της εξωτερικής πολιτικής των ελληνικών κυβερνήσεων εν σχέσει προς την Τουρκία υποδηλώνουν ένα φοβικό σύνδρομο από τη στιγμή που η Άγκυρα υιοθετεί προκλητικές πολιτικές και ενέργειες. Τα παραδείγματα είναι πολλά και το πιο πρόσφατο με την τουρκική κορβέτα- TCG BAFRA (F-505)- που βολτάριζε ανενόχλητη στα χωρικά μας ύδατα και τις «γκρίζες» ζώνες που η Άγκυρα εγείρει, μέχρι τα τουρκικά μαχητικά που παραβιάζουν καθημερινά τον εναέριο χώρο μας.

Η πολιτική της Αθήνας, που στηρίζει μια ένταξη της γειτονικής χώρας στην ΕΕ, δεν φαίνεται να έχει τα προσδοκώμενα αποτελέσματα και δεν είναι πλέον σίγουρο ότι η Τουρκία δείχνει πρόθυμη να ενσωματωθεί στους ευρωπαϊκούς θεσμούς. Η ελληνική αδράνεια και αναποφασιστικότητα υιοθέτησης ΑΟΖ στο Αιγαίο εγκυμονεί το κίνδυνο απώλειας των πετρελαϊκών κοιτασμάτων γύρω από το Καστελόριζο. Η Άγκυρα είχε εκδηλώσει ενδιαφέρον, εκτός από το Κίρκουκ και τη Μοσούλη, και για τα πετρελαϊκά αποθέματα της Ανατολικής Μεσόγειου. Ένα θερμό επεισόδιο στη συγκεκριμένη περιοχή μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας αποφεύχθηκε την τελευταία στιγμή, όταν το Νοέμβριο του 2008 το νορβηγικό ερευνητικό σκάφος MALENE OSTERVOLD επιχείρησε να κάνει γεωφυσικές έρευνες τουρκικών συμφερόντων, συνοδευόμενο από την φρεγάτα Gediz εντός της ελληνικής υφαλοκρηπίδας και συγκεκριμένα 80 ν.μ. νοτίως του Καστελόριζου.

Η Άγκυρα, παρά τα εσωτερικά προβλήματα, τη σύγκρουση μεταξύ ισλαμικής κυβέρνησης και κεμαλικο-στρατιωτικού κατεστημένου, διατηρεί μια πάγια πολιτική για τις εδαφικές αξιώσεις της πάνω στο Αιγαίο, μια στρατηγική χωρίς υποχωρήσεις. Αν υποθέσουμε ότι η Τουρκία δεν επιθυμεί πλέον να γίνει κράτος- μέλος της ευρωπαϊκής οικογενείας, τότε η κατάσταση ίσως γίνει ακόμα χειρότερη για τα ελληνικά συμφέροντα, αφού η Άγκυρα δεν θα υπόκειται σε πιέσεις και ελέγχους των Βρυξελλών. Η Τουρκία ήδη ενισχύει τις σχέσεις με τα μουσουλμανικά κράτη, επικρίνει με δριμύτητα το Ισραήλ για την πολιτική του στο Παλαιστινιακό και υποστηρίζει ανοιχτά το Ιράν. Μάλιστα, ο πρωθυπουργός της Τουρκίας Ταγίπ Ερντογάν κατά τη διάρκεια της πρόσφατης επίσημης επίσκεψης στο Λονδίνο, σε συνέντευξη του στο BBC μίλησε για τον «φίλο» του Μαχμούντ Αχμαντινετζάντ λέγοντας ότι είναι μόνο «φήμες» οι προθέσεις που αποδίδονται στο Ιράν ότι δηλαδή θέλει να αναπτύξει πυρηνικά όπλα.

Η Ελλάδα αντιμετωπίζει τη χειρότερη οικονομική κρίση της σύγχρονης ιστορίας της και η Κυβέρνηση θα είναι ευάλωτη στην προάσπιση των εθνικών συμφερόντων της, αναγκαζόμενη εκ των ξένων πιέσεων να προβεί σε συμβιβασμούς ή ακόμα παραχωρήσεις που ίσως βλάψουν επικίνδυνα τα εθνικά μας συμφέροντα.

Στους κρίσιμους καιρούς το να επιδεικνύει κανείς σύνεση και αποφασιστικότητα είναι κάτι αυτονόητο. Ωστόσο η παρούσα φάση απαιτεί περισσότερη εγρήγορση από τη συνηθισμένη. Η Ελλάδα δοκιμάζεται ταυτόχρονα σε οικονομικό, κοινωνικό, πολιτικό, διπλωματικό και στρατιωτικό επίπεδο κατά τρόπο μοναδικό στη σύγχρονη ιστορία της. Έτσι οφείλουμε η στάση μας να είναι η απόλυτη επαγρύπνηση, το κόψιμο κάθε περιττής και κομματικής δαπάνης για να εξοικονομηθούν χρήματα που χωρίς αυτά μειώνουμε την αμυντική ικανότητα. Αν και δεν μπορούμε να προσάψουμε έλλειψη επαγρύπνησης στις μεταπολιτευτικές κυβερνήσεις ωστόσο παρουσιάζεται σημαντικό έλλειμμα αποφασιστικότητας. Η Ελλάδα δίνει αρκετές φορές την εντύπωση ότι διστάζει να σκληρύνει τη στάση της. Αν και έχει το σύνολο των νομικών επιχειρημάτων με το μέρος της συμπεριφέρεται διστακτικά, σαν να θέλει να κερδίσει χρόνο, ενώ παράλληλα καθιστά το τουρκικό κατεστημένο αξιόπιστο συνομιλητή στη διεθνή κοινότητα. Το ορθό θα ήταν να αποφύγουμε κάθε διαπραγμάτευση επί προκλητικών αιτημάτων και να ρυθμίσουμε το θέμα της ΑΟΖ με τους γείτονες μας και ιδιαίτερα με την Αίγυπτο, τη Λιβύη και την Κύπρο, αγνοώντας τελείως την Τουρκία. Έτσι η προσφυγή στη Χάγη θεωρείται εκ των πραγμάτων περιττή, γεγονός που υποστηρίζεται από αρκετούς νομικούς οι οποίοι διαφωνούν.

Συγγραφέας: Γιώργος Ξ. Πρωτόπαπας

Γιώργος Ξ. Πρωτόπαπας

Δημοσιογράφος - Αναλυτής διεθνών θεμάτων και γεωπολιτικής στο μηναίο περιοδικό Άμυνα & Διπλωματία.