Η ΕΕ υποστηρίζει την έρευνα του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου για Ρωσικά εγκλήματα πολέμου στην Ουκρανία
Η ΕΕ εντείνει τις προσπάθειες για την καταπολέμηση της ατιμωρησίας των διεθνών εγκλημάτων παγκοσμίως, συμβάλλοντας ταυτόχρονα στο να υπάρξει βοήθεια στο Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο όσον αφορά στις έρευνες για εγκλήματα πολέμου που διέπραξε η Ρωσία στην Ουκρανία. Ειδικότερα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ξεκίνησε νέο έργο που ανέρχεται στα 7,25 εκ. ευρώ, στο πλαίσιο της Υπηρεσίας Εξωτερικής Πολιτικής της, για τη στήριξη των ερευνητικών ικανοτήτων του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου.
Ο Ύπατος Εκπρόσωπος-Αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζοζέπ Μπορέλ ανέφερε ότι «δεν μπορεί να υπάρξει ατιμωρησία για τα εγκλήματα που διαπράχθηκαν υπό τη ρωσική κατοχή. Οι έρευνες του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου είναι ζωτικής σημασίας για τη διασφάλιση της λογοδοσίας και της δικαιοσύνης για τα αποτρόπαια εγκλήματα που διαπράχθηκαν στην Ουκρανία».
Ο Επίτροπος Δικαιοσύνης Ντιντιέ Ρέιντερς σημείωσε ότι «ενα πράγμα είναι σαφές: είναι απαραίτητη μια παγκόσμια απάντηση για να διασφαλιστεί ότι οι υπεύθυνοι για τις φρικαλεότητες που διαπράχθηκαν στην Ουκρανία θα προσαχθούν στη δικαιοσύνη. Συνεργαζόμαστε στενά με το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο για να διασφαλίσουμε ότι δεν υπάρχει ατιμωρησία για τους δράστες των εγκλημάτων πολέμου».
Η ΕΕ υποστηρίζει την έρευνα που ξεκίνησε ο εισαγγελέας του ΔΠΔ. Στις 25 Απριλίου, η Eurojust και το ΔΠΔ συμφώνησαν να ενώσουν τις δυνάμεις τους και να συμμετάσχει το Δικαστήριο στην Κοινή Ομάδα Έρευνας της ΕΕ. Οι πληροφορίες για πιθανά εγκλήματα πολέμου και εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας συλλέγονται επί του παρόντος για να καταστεί δυνατή η έρευνα και η εκδίκαση από τους αρμόδιους φορείς στο μέλλον ώστε να διασφαλιστεί ότι οι υπεύθυνοι για εγκλήματα πολέμου και άλλες φρικαλεότητες θα λογοδοτήσουν.
Αυτό το μέτρο αντιμετώπισης κρίσεων θα παρέχει στοχευμένη υποστήριξη στο Γραφείο της Εισαγγελίας του ΔΠΔ για την περαιτέρω κλιμάκωση της υποδομής αποθήκευσης και επεξεργασίας δεδομένων του Γραφείου και για τη δημιουργία πρόσθετης αναλυτικής και εγκληματολογικής ικανότητας για νέους τύπους αποδεικτικών στοιχείων, συμπεριλαμβανομένων των ψηφιακών.